- πυρότουβλο
- ateş tuğlası
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πυρότουβλο — το, Ν τεχνολ. κοινή ονομασία τής πυρίμαχου πλίνθου, υλικού που αποτελείται από μη μεταλλικά ορυκτά, διαμορφωμένα σε ποικίλα σχήματα, για χρήση σε κατασκευές που πρέπει να αντέχουν σε υψηλές θερμοκρασίες και ειδικότερα σε κατασκευές για… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek